Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λήκημα — λήκημα, τὸ (Α) [ληκάω] 1. λαγνεία, πορνεία 2. (κατά δ. ερμ.) κραυγή, σκούξιμο … Dictionary of Greek
ληκήματα — λήκημα wenching neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)